- ναύλος
- Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου είτε για μια δεδομένη διαδρομή ένα πλοίο ή ένα αεροπλάνο της ιδιοκτησίας του. Ο υπολογισμός του ν. είναι αρκετά πολύπλοκος και αντανακλά τη διαφορετική κάθε φορά μορφή που μπορεί να πάρει η σύμβαση ναύλωσης. Έτσι ο ν. αναφέρεται μερικές φορές στην περίοδο κατά την οποία το μεταφορικό μέσο είναι στη διάθεση του ναυλωτή, ή, αντίθετα, στην απόσταση του ταξιδιού και στις σταθμεύσεις που πρέπει να εκτελέσει στην πρώτη περίπτωση (χρονοναύλωση), στο ν. περιλαμβάνονται επίσης τα έξοδα των καυσίμων και οι δαπάνες φορτοεκφόρτωσης, ενώ στις άλλες περιπτώσεις (ναύλωση κατά ταξίδι), οι δαπάνες αυτές είναι εις βάρος του εφοπλιστή. Γενικά, ο καθορισμός του ναύλου γίνεται έχοντας υπόψη την ικανότητα του μεταφορικού μέσου την ποσότητα του μεταφερόμενου εμπορεύματος.
Το θέμα της ναύλωσης έχει γίνει αντικείμενο διεθνούς ρύθμισης από τους «Κανόνες της Χάγης» (1922) και τη Σύμβαση των Βρυξελλών περί φορτωτικής· από αυτά τα κείμενα εμπνέεται κατά μεγάλο μέρος και το ελληνικό δίκαιο. Ως προς τον υπολογισμό του ν. ο Κώδιξ προβλέπει ότι, αν η ναύλωση έγινε με τον χρόνο, ο ν. υπολογίζεται, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, από την ημέρα της φόρτωσης ως την ημέρα που θα τελειώσει η εκφόρτωση στον τόπο του προορισμού. Εκτός από τον ν., προβλέπεται υποχρέωση πληρωμής στον εφοπλιστή προσθέτων παροχών, ιδιαίτερα σε περίπτωση «αναμονής», (σταλίας) του μεταφορικού μέσου λόγω καθυστέρησης του ναυλωτή. Για τις εναέριες μεταφορές προσώπων ή πραγμάτων, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, οι κανόνες περί μεταφοράς στην ξηρά και στη θάλασσα, στα πλαίσια των διεθνών συμβάσεων αεροπορίας καθώς και διμερών συμβάσεων τις οποίες έχει υπογράψει η Ελλάδα με διάφορες χώρες. Ειδικότεροι ορισμοί περιλαμβάνονται στις συμβάσεις παραχώρησης της εκμετάλλευσης.
* * *ο και ναύλο, το (ΑΜ ναῡλος και ναῡλον)το αντίτιμο τής ναύλωσης πλοίου, δηλ., το ποσό που καταβάλλεται από τον ναυλωτή στον πλοιοκτήτη για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτωννεοελλ.1. συν. στον πληθ. τα ναύλα(γενικά) το αντίτιμο που καταβάλλεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίων με τα διάφορα μέσα συγκοινωνίας («δεν μού έμειναν χρήματα ούτε για τα ναύλα τού λεωφορείου»)2. η αμοιβή τού λεμβούχου για τη μεταφορά προσώπων ή και φορτίου από την προκυμαία ώς το πλοίο ή και αντιστρόφως, τα λεμβουχικάμσν.αμοιβή ναυτικού για τη συμμετοχή του σε ταξίδιαρχ.1. φόρος που καταβαλλόταν για τη χρήση κρατικών πλοίων2. το φορτίο τών πλοίων3. μίσθωμα, ενοίκιο μισθώματος4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. τὰ ναῡλα«ἐφόδια».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται πιθ. από ναῦς «πλοίο» + επίθημα -λον, το οποίο όμως δεν εμφανίζεται σε άλλο παράγωγο υποκοριστικό. Γι' αυτόν τον λόγο έχει υποστηριχθεί ότι η λ. αποτελεί άλλη μορφή τού ναῦσθλον ή τού ναῦσσον*].
Dictionary of Greek. 2013.